Ποιοι είναι οι λόγοι που προκαλούν τους ψυχαναγκασμούς;
Πρόκειται για έναν σημαντικό μηχανισμό, έμφυτο στο ανθρώπινο μυαλό, ο οποίος μας βοηθάει να 'εκτονώνουμε' το άγχος, μεταθέτοντάς το από άγχος για την πραγματική αιτία που μας το προκαλεί, σε άγχος για κάποιο άλλο, ακόμα και εντελώς άσχετο θέμα ή αντικείμενο.
Έτσι για παράδειγμα, το άγχος μας για τα οικονομικά της οικογένειας μπορεί να εκδηλώνεται σε μια συνεχή ανησυχία αν κλειδώσαμε την πόρτα φεύγοντας από το σπίτι ή αν κλείσαμε τον θερμοσίφωνα. Όσο εντυπωσιακό και αν ακούγεται, ο μηχανισμός αυτός υπάρχει και λειτουργεί σε όλους τους ανθρώπους.
Με αυτό τον τρόπο το άγχος για κάποιο θέμα το οποίο δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε άμεσα, 'μεταφέρεται' σε κάποιο αντικείμενο για το οποίο μπορούμε να κάνουμε κάτι, ή τουλάχιστον έτσι νιώθουμε και νομίζουμε, ανακουφίζοντας κάπως το άγχος.
Αυτή την πράξη μας, την ονομάζουμε Καταναγκασμό. Μία σκέψη λοιπόν ανησυχίας, το αν κλειδώσαμε (ψυχαναγκασμός) συχνά οδηγεί, όχι απαραίτητα πάντοτε, σε μία άλλη σκέψη ή πράξη (καταναγκασμός) το να ελέγξουμε αν κλειδώσαμε π.χ. η οποία έχει σκοπό να ανακουφίσει το άγχος και τη δυσφορία που προκάλεσε ο ψυχαναγκασμός. Βεβαίως, το παραπάνω παράδειγμα που αναφέραμε είναι πολύ συχνό και φυσιολογικό και δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε παθολογικό, εκτός αν συμβαίνει πολύ συχνά και επίμονα σε σημείο που να μας κουράζει, και προκαλεί δυσφορία, καθώς και αν αδυνατούμε να το περιορίσουμε και να το ελέγξουμε.
Πότε αναφερόμαστε σε ιδεοψυχαναγκασμούς οι οποίοι απαιτούν τη βοήθεια του ειδικού για να αντιμετωπιστούν;
Οι πιο κοινοί ψυχαναγκασμοί είναι επαναλαμβανόμενες σκέψεις μόλυνσης (π.χ μήπως το άτομο μολυνθεί κάνοντας χειραψία), αμφιβολίας (αν κλείδωσε την πόρτα), τάξης και τακτοποίησης (π.χ το άτομο νιώθει δυσφορία αν κάποια αντικείμενα δεν είναι συμμετρικά τακτοποιημένα) παρορμήσεις επιθετικότητας ή βίας ή σεξουαλικοί.
Κριτήριο βασικό είναι ότι οι σκέψεις αυτές είναι τόσο επίμονες ώστε προκαλούν δυσφορία στο άτομο και επηρεάζουν αρνητικά την καθημερινή του λειτουργικότητα.
Έτσι για παράδειγμα, το άτομο μπορεί να φοβάται να βγει από το σπίτι του από φόβο μήπως ακουμπήσει κάποιο αντικείμενο και μολυνθεί, ή μπορεί να πλένει επίμονα τα χέρια του σε σημείο να τα γδάρει (καταναγκασμός). Οι καταναγκασμοί 'έρχονται ως απάντηση' στους ψυχαναγκασμούς, τις επίμονες αυτές ιδέες σκέψεις, και μάλιστα έρχονται ως κανόνες που πρέπει να τηρηθούν αυστηρά.
Αν για παράδειγμα το άτομο ακουμπήσει κάποιο αντικείμενο που μπορεί να θεωρεί εστία μικροβίων, ακόμα και αν λογικά καταλαβαίνει ότι το αντικείμενο αυτό δεν αποτελεί κάτι τέτοιο, μπορεί για παράδειγμα να νιώσει έντονα την ανάγκη να πλύνει τα χέρια του.
Αν το εμποδίσει κάποιος συγγενής να πλύνει τα χέρια του, η δυσφορία του και το άγχος του αυξάνονται ραγδαία τη στιγμή εκείνη. Πρόκειται για ένα θέμα που απαιτεί την καθοδήγηση ειδικού, προς το άτομο και την οικογένειά του επίσης.
Η πράξη του πλυσίματος (ο καταναγκασμός) δεν γίνεται για ευχαρίστηση αλλά για ανακούφιση του άγχους και του φόβου που νιώθει.
Πρέπει να τονίσουμε ότι ο καταναγκασμός, δεν είναι απαραίτητο ότι θα είναι μία πράξη, το πλύσιμο των χεριών, μπορεί να είναι και μια σκέψη με τη μορφή τελετουργικού. Μπορεί το άτομο για παράδειγμα να ακουμπήσει κάποιο 'βρώμικο' αντικείμενο και από μέσα του να μετρήσει πχ. έως το 10, για να διώξει την ανησυχία. Πολύ συχνοί σε θύματα βιασμού είναι οι ψυχαναγκασμοί όπου το άτομο νιώθει 'βρώμικο' και όταν κάνει μπάνιο, συχνά τρίβει τόσο έντονα το σώμα του με το σφουγγάρι σε σημείο να το γδέρνει.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οι σκέψεις/πράξεις αυτές είναι συνήθως ξένες προς την προσωπικότητα του ατόμου (προκαλούν με άλλα λόγια κατάπληξη ακόμη και στον ίδιο - πώς μπορώ εγώ να σκέφτομαι κάτι τέτοιο;), έχουν δυσάρεστο περιεχόμενο, και πάντα προκαλούν δυσφορία.
Ωστόσο το άτομο, πάντα τις αναγνωρίζει ως προϊόν της δικιάς του σκέψης, ακόμη και αν δεν συμφωνεί μαζί τους. Τέλος, το άτομο προσπαθεί να αντισταθεί σε αυτές τις σκέψεις και να τις διώξει από το μυαλό του, χωρίς όμως επιτυχία πάντα.
Τα άτομα συχνά προσπαθούν να αποκρύψουν αυτό που τους συμβαίνει αντί να αναζητήσουν θεραπεία. Αρκετές φορές έτσι κατορθώνουν με επιτυχία να κρύψουν τα συμπτώματά τους από την οικογένειά τους, τους φίλους τους ή τους συναδέλφους τους.
Μια ατυχής συνέπεια αυτής της μυστικότητας είναι και το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς δεν παίρνουν την κατάλληλη ιατρική βοήθεια παρά αφού περάσουν πολλά χρόνια από την έναρξη της διαταραχής. Μέχρι τότε μπορεί να έχουν προσαρμόσει τη ζωή τους έτσι ώστε να είναι συμβατή με την αρρώστια τους, πληρώνοντας όμως το τίμημα της χαμηλής ποιότητας και των περιορισμών.